πρωτόπαπας
Смотреть что такое "πρωτόπαπας" в других словарях:
πρωτόπαπας — πρωτόπαπας, ο και πρωτοπαπάς, ο ο πρώτος από τους ιερείς, αλλ. πρωτοπρεσβύτερος, πρωθιερέας, αρχιπρεσβύτερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοπαπάς — ο, ΝΜ, και πρωτόπαπας Ν ο πρώτος στην ιεραρχία μεταξύ τών ιερέων, πρωτοπρεσβύτερος, πρωθιερέας … Dictionary of Greek
PROTOPAPA — Graece Πρωτοπαπᾶς, nomen dignitatis praecipuae in Ecclesiis Graecanicis, de qua Codinus de Offic. c. 1. num. 30. et ibi Gretserus, ac Goarus, Meursius quoque in Glossar. Eum sic dictum vult Leo Allatius de Graecorum Templis. p. 135. quasi πρῶτον… … Hofmann J. Lexicon universale
протопоп — род. п. а, др. русск. протопопъ (Новгор. I летоп.), сербск. цслав. протопопъ. Из греч. πρωτοπαπᾶς … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
πρωθιερέας — ο / πρωθιερεύς, έως, ΝΜΑ, και πρωτοϊερεύς, έως, Μ ο πρώτος μεταξύ τών ιερέων, ο πρωτοπρεσβύτερος ή πρωτοπαπάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἱερεύς] … Dictionary of Greek
Άγιος Κωνσταντίνος — I Μικρό νησί στον Κρισσαίο κόλπο, μπροστά στο λιμάνι της Ιτέας. Στο νησί αυτό ίδρυσε το 1720 σχολείο ο Νικόλαος Λογοθέτης, στο οποίο δίδαξαν ο ιερομόναχος Καβρίκος από την Αγία Ευφημία της Ευρυτανίας και ο Πρωτόπαπας από τα Άγραφα. To σχολείο… … Dictionary of Greek
Γραδενίγος, Αλοΐσιος Αμβρόσιος — (Χανιά 1616 – Βενετία 1680).Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και εκδότης. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα νεανικά του χρόνια. Όταν άρχισε πάντως ο Κρητικός πόλεμος με την απόβαση των Τούρκων στη Κρήτη (1645), ο Γ. ήταν ήδη πρωτοπαπάς των Χανίων και με… … Dictionary of Greek
Κοττούβαλης — Επώνυμο οικογένειας από τη Μεθώνη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ορισμένα μέλη της κατέφυγαν στην Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους το 1499. 1. Δημήτριος (16oς αι.). Υπηρέτησε στον ενετικό στρατό με… … Dictionary of Greek
Κουτούβαλης — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και κληρικών. Οι Κ. κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου μετά την Άλωση από τους Φράγκους (1204) αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Βενετία. Από εκεί εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη, αργότερα στην Κεφαλονιά (1499)… … Dictionary of Greek
Μαλαξός — Επώνυμο δύο μεταβυζαντινών λογίων, από το Ναύπλιο. 1. Μανουήλ (Ναύπλιο ; – Κωνσταντινούπολη 1581). Εκδότης και συγγραφέας νoμοκανονικών και ιστορικών έργων. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το πρώιμο στάδιο της ζωής του. Γύρω στα 1555 ήταν… … Dictionary of Greek